ταλανισμῷ

ταλανισμῷ
ταλανισμός
call
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταλανισμός — ο, ΝΑ, και τανταλισμός Α [ταλανίζω] 1. οικτιρμός 2. ταλαιπωρία, δυστυχία αρχ. 1. αθλιότητα 2. θρήνος, οδυρμός («συμβουλίαις μὲν οὐκ ἐχρήσατο... ταλανισμῷ δὲ μόνον», Ιωάνν. Χρυσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”